κλιτικός

κλιτικός
-ή, -ό (AM κλιτικός, -ή, -όν) [κλίνω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλίση τών κλιτών μερών τού λόγου («εἰς τὸ κλιτικὸν μέρος», Απολλ. Δύσκ.)
νεοελλ.
φρ. «κλιτικές γλώσσες»
γλωσσ. παλαιότερος όρος για τις κλιτές γλώσσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλιτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην κλίση των κλιτών μερών του λόγου: Η ελληνική ανήκει στις κλιτικές γλώσσες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλιτικά — κλιτικός inflexional neut nom/voc/acc pl κλιτικά̱ , κλιτικός inflexional fem nom/voc/acc dual κλιτικά̱ , κλιτικός inflexional fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτικῶν — κλιτικός inflexional fem gen pl κλιτικός inflexional masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτικόν — κλιτικός inflexional masc acc sg κλιτικός inflexional neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτικοῦ — κλιτικός inflexional masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτικῆς — κλιτικός inflexional fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτικῇ — κλιτικός inflexional fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτική — κλιτικός inflexional fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτικήν — κλιτικός inflexional fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιτικῶς — κλιτικός inflexional adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”